Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οι αρχές

  • 1 Αρχές

    Αρχές οι
    Начала – седьмые по небесной иерархии ангельские чины

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αρχές

  • 2 Αρχές

    влаcти
    влаc

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Αρχές

  • 3 αρχή

    η
    1) начало;

    αρχή της οδού — начало дороги;

    απ' ( — или εξ) αρχης, απ' ( — или από) την αρχή — сначала;

    στην αρχή — или στίς αρχες — или κατ' αρχάς — в начале;

    στίς αρχές τοβ μηνός — в начале месяца;

    κάνω αρχή — начинать;

    κάνω την αρχή — положить начало;

    2) πλ. начала, основные положения, основы;

    οι αρχές της χημείας — начала химии;

    3) принцип; правило;

    κατ' αρχήν — в принципе; — как правило, в основном, вообще;

    εμμονή ( — или αφοσίωση) σε αρχές — принципиальность;

    άνθρωπος με αρχές — принципиальный человек;

    άνευ αρχων — или χωρίς αρχές — без принципов, беспринципный;

    4) основа, предпосылка; условие;
    5) власть; πλ. власти, правительство;

    αί αρχαί της πόλεως — городские власти;

    § αρχή αρχ во-первых;

    αρχή τό ήμισυ τού παντός — начало - половина дела;

    κάθε αρχή και δύσκολη — погов, лиха беда начало

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρχή

  • 4 власть

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > власть

  • 5 власть

    власть ж 1) η εξουσία Советская \власть η Σοβιετική εξουσία государственная \власть η κρατική εξουσία 2) мн. \властьи οι αρχές местные \властьи οί τοπι κές αρχές
    * * *
    ж
    1) η εξουσία

    госуда́рственная власть — η κρατική εξουσία

    2) мн.

    властиοι αρχές

    ме́стные власти — οι τοπικές αρχές

    Русско-греческий словарь > власть

  • 6 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 7 принцип

    α.
    αρχή κανόνας νόμος•

    основные -ы механики οι βασικές αρχές της μηχανικής•

    принцип убевдения η αρχή της πειθούς•

    -ы поэзии Аристотеля οι αρχές της ποιητικής του Αριστοτέλη•

    пять -ов мирного сосуществования πέντε αρχές ειρηνικής συνύπαρξης.

    εκφρ.
    в -е – κυρίως, γενικά•
    из -а – ξεκινώντας από την αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > принцип

  • 8 принципиальный

    принципиальный θεμελιακός, βασικός* \принципиальный человек о άνθρωπος με αρχές· \принципиальный вопрос το θεμελιακό ζήτημα
    * * *
    θεμελιακός, βασικός

    принципиа́льный челове́к — ο άνθρωπος με αρχές

    принципиа́льный вопро́с — το θεμελιακό ζήτημα

    Русско-греческий словарь > принципиальный

  • 9 власть

    власт||ь
    ж
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:
    государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον
    2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:
    местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > власть

  • 10 правовой

    правов||ой
    прил τοῦ δικαίου, νομικός, δικαιωματικός:
    \правовой вопрос τό νομικό ζήτημα· \правовойые нормы οἱ ἀρχές τοῦ δικαίου, οἱ νομικές ἀρχές· \правовойые отношения οἱ νομικές σχέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > правовой

  • 11 власть

    θ.
    1. εξουσία•

    борьба за власть αγώνας για την εξουσία•

    захват -и κατάληψη της εξουσίας•

    прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•

    власть государственная власть κρατική εξουσία•

    исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•

    верховная -η ανώτατη εξουσία.

    2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•

    местные -и οι τοπικές αρχές.

    εκφρ.
    ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•
    в моей, твоейκλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•
    во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•
    отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•
    облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•
    терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.

    Большой русско-греческий словарь > власть

  • 12 аморальный

    ανήθικος, χωρίς ηθικές αρχές.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аморальный

  • 13 орган

    I.
    1.(орудие, инструмент) το εξάρτημα, το στοιχείο, το εργαλείο
    - управления ав. το χειριστήριο
    2. (часть организма) το όργαν/ο
    внутренние - ы мед. εσωτερικά - α
    - ы чувств см. ниже таблицу 3. (учреждение, организация) το όργαν/ο, ο φορέας
    компетентные - ы τα αρμόδια - α, οι αρμόδιες αρχές
    II. муз. το όργανο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орган

  • 14 весна

    весн||а
    ж ἡ ἀνοιξη [-ις], τό ἐαρ:
    ранняя \весна ἡ πρώιμη ἄνοιξη· ранней \веснао́й στίς ἀρχές τής ἀνοιξης· одна ласточка не делает \веснаы погов. 'ένα χελιδόνι δέν φέρνει τήν ἄνοιξη·.

    Русско-новогреческий словарь > весна

  • 15 исток

    исток
    м
    1. ἡ πηγή·
    2. \истоки мн. перен ὁ£ πηγές, ὁ£ ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > исток

  • 16 местный

    местн||ый
    прил в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):
    \местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком.

    Русско-новогреческий словарь > местный

  • 17 место

    мест||о
    с
    1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):
    рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον
    3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:
    получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·
    4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > место

  • 18 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 19 начатки

    начатки
    мн. οἱ ἀρχές, τά στοιχεία:
    \начатки знаний τά πρώτα στοιχεία γνώσεων.

    Русско-новогреческий словарь > начатки

  • 20 отступать

    отступать
    несов, отступить сов
    1. ὑποχωρώ, ὁπισθοχωρώ:
    \отступать на шаг κάνω ἕνα βήμα πῖσω· \отступать с боями ὑποχωρώ μαχόμενος·
    2. перен (уклоняться, отказываться) παραιτούμαι ἀπό κάτι, ἀπαρ-νοῦμαι, παρανομώ, παρεκκλίνω, παραβαίνω (от правила, обычая и т. п.):
    \отступать перед трудностями ὑποχωρώ μπροστά στάς δυσκολίες· \отступать от своих взглядов παραβαίνω τίς ἀρχες μου·
    3. (от темы и т. п.) ἐκτρέπομαι τοῦ θέματος.

    Русско-новогреческий словарь > отступать

См. также в других словарях:

  • Θαργήλια — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Εταίρα της Μιλήτου. Ήταν διάσημη για τη μόρφωση και την ομορφιά της. Είχε μετοικήσει στην Ελλάδα από την Ιωνία και ανήκε στην παράταξη εκείνων που προπαγάνδιζαν υπέρ της ειρήνης με την Περσία. Η Θ. είχε συνάψει σχέσεις με… …   Dictionary of Greek

  • άρθμιος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Πυθώνακτα. Προσπάθησε να εξαγοράσει Έλληνες με περσικά χρήματα, την εποχή των περσικών πολέμων, και χαρακτηρίστηκε προδότης από το συμμαχικό συνέδριο της Ισθμίας. * * * ἄρθμιος, α, ον (Α) [αρθμός] 1. ενωμένος με… …   Dictionary of Greek

  • αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… …   Dictionary of Greek

  • βήρυλλος — (αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Λόγιος και επίσκοπος Βόστρων. Τα συγγράμματα και οι επιστολές του δεν διασώθηκαν. Ο Β. υποστήριζε ότι o Υιός του Θεού δεν υπήρχε πριν από την ενσάρκωση. Τελικά όμως, έπειτα από ανταλλαγή απόψεων με τον Ωριγένη, αναθεώρησε… …   Dictionary of Greek

  • μάκρων — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αττικός αγγειογράφος. Έχουν βρεθεί δύο αγγεία με την υπογραφή του και του αποδίδονται ακόμα περίπου 350, από τα οποία τα 336 είναι κύλικες. Υπήρξε ο κυριότερος ζωγράφος των αγγείων του εργαστηρίου του αγγειοπλάστη Ιέρωνα.… …   Dictionary of Greek

  • μακρών — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αττικός αγγειογράφος. Έχουν βρεθεί δύο αγγεία με την υπογραφή του και του αποδίδονται ακόμα περίπου 350, από τα οποία τα 336 είναι κύλικες. Υπήρξε ο κυριότερος ζωγράφος των αγγείων του εργαστηρίου του αγγειοπλάστη Ιέρωνα.… …   Dictionary of Greek

  • Αανιπάδα — (αρχές 3ης χιλιετίας π.Χ.).Βασιλιάς της δυναστείας της Ουρ Α’ της Μεσοποταμίας. Το 1919 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ερείπια ναού, που είχε χτιστεί στα χρόνια της βασιλείας του …   Dictionary of Greek

  • Αβρώνιχος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Αθηναίος πλοίαρχος, που έλαβε μέρος στη ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.), σταθμεύοντας με το πλοίο του έξω από το στενό των Θερμοπυλών και εξασφαλίζοντας την επικοινωνία των πεζών του Λεωνίδα με τον στόλο. Όταν οι Πέρσες… …   Dictionary of Greek

  • Αγησίδαμος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ολυμπιονίκης πυγμάχος από τη Λοκρίδα. Ήταν Επιζεφύριος Λοκρός και αγωνίστηκε το 470 π.Χ. όταν ήταν ακόμα σχεδόν παιδί. Ο Πίνδαρος τον υμνεί σε δύο επινίκιους (ι’ και ια’ Ολυμπιόνικους). Αναφέρεται και άλλος Α., πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Αίσυμνος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Πολίτης των Μεγάρων που, μετά τον θάνατο του βασιλιά της πόλης Υπερίωνα, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών με ποιον τρόπο θα ευτυχήσουν οι Μεγαρείς. Το Μαντείο απάντησε «όταν μετά των πλειόνων βουλεύσωνται». Οι Μεγαρείς νόμισαν… …   Dictionary of Greek

  • Αλή Μπεν Ισά — (αρχές 9ου αι.).Άραβας αστρονόμος από τη Μεσοποταμία. Έζησε την εποχήτου χαλίφη Α. Μαμούν. Πραγματοποίησε μαζί με τους συναδέλφους του Καλίντ Μπεν Αμπντουλμελέκ και Αμπούλ Ταΐντ, μελέτες για τον προσδιορισμό της λοξώσεως της εκλειπτικής (για την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»